τριχοκόλλημα

τριχοκόλλημα
τὸ, Α
αποτριχωτική αλοιφή ή αλοιφή κατάλληλη για την περιποίηση τών βλεφαρίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κόλλημα (< κολλῶ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”